νικητήριος

νικητήριος
νικ-ητήριος, ον,
A belonging to a conqueror or to victory, δόξα ν. the glory of victory, Antiph.263; ν. φίλημα a kiss as the conqueror's reward, X.Smp.6.1;

ἆθλα ν. Pl.Lg.832e

.
II as Subst. νικητήριον (sc. ἆθλον), τό, prize of victory,

Ζεῦ, σὸν τὸ ν. Ar. Eq.1253

;

τὸν βοῦν ἔλαβε τὸ ν. X.Cyr.8.3.33

, cf. HG6.2.28;

ν. ἁμίλλης Inscr.Délos464.10

(ii B.C.): mostly in pl.,

τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι S.Fr.537

;

ν. λαβών E.Alc.1028

; τὰ ν. οἴσεσθαι, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, to win the prize, Pl.Euthd.305d, Phdr.245b, R.612d;

τὰ ν. τοῦ κιθαρῳδοῦ IG22.1388.37

.
2 νικητήρια (sc. ἱερά), τά, festival of victory, ν. ἑστιᾶν to celebrate this festival by a banquet, X.Cyr.8.4.1, Plu.Phoc.20;

ποιεῖν D.C.67.9

.
3 also in pl., decisive proof, Hp. Septim.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • νικητήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη νίκη: Νικητήριος ύμνος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νικητήρια γιορτή για τη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητήριος — νῑκητήριος , νικητήριος belonging to a conqueror masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήρι' — νῑκητήρια , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc pl νῑκητήριε , νικητήριος belonging to a conqueror masc voc sg νῑκητήριαι , νικητήριος belonging to a conqueror fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίων — νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror fem gen pl νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήριον — νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc sg νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՂԹԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0316 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. νικητής, νικητήριος, ἑπινίκιος ad victoriam pertinens. եւ բայիւ νικάω, ἱσχύω vinco, valeo. Յաղթօղ. զօրագոյն. վերագոյն. յաղթազգեաց. ուստի ՅԱՂԹԱԿԱՆ ԼԻՆԵԼ՝ է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • επινίκιος — α, ο 1. που γίνεται ή λέγεται για τη νίκη, ο νικητήριος: Επινίκιος ύμνος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινίκια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητηρίοις — νῑκητηρίοις , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίους — νῑκητηρίους , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”